Τα πρώτα δείγματα λογοτεχνικής παραγωγής της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας μπορεί να εμφανίζονται γύρω στον 11ο - 12ο αιώνα αλλά ήδη από τον 7ο αιώνα κάνουν την εμφάνισή τους μικρά σατιρικά στιχουργήματα που προέρχονται από την ανάγκη του λαού της Κωνσταντινούπολης να σατιρίσει τα πρόσωπα της κοινωνικής και πολιτικής ζωής. Μερικά παραδείγματα:
Α.
Εύρηκε την δαμαλίδα απαλήν και τρυφεράν
και ως το καινόν αλεκτόριν ούτω αυτήν πεπήδηκε
και εποίησε παιδία ως τα ξυλοκούκουδα,
και ουδείς τολμά λαλήσαι, αλλ' όλους εφίμωσεν.
΄Αγιέ μου, άγιέ μου, φοβερέ και δυνατέ,
δος αυτώ κατά κρανίου, ίνα μη υπεραίρηται,
καγώ σοι τον βουν τον μέγαν προσαγάγω εις ευχήν.
Απόδοση:
Βρήκε την αγελαδίτσα απαλή και τρυφερή
και σαν το κοκοράκι έτσι την πήδηξε,
και έκανε παιδιά τόσα όσες οι σχίζες του ξύλου,
και κανείς δεν τολμά να μιλήσει, μα όλους τους φίμωσε.
Αγιέ μου, άγιέ μου, φοβερέ και δυνατέ,
χτύπα τον κατακέφαλα για να μην υπερηφανεύεται
και εγώ σε εσένα το βόδι το μεγάλο θα φέρω προσφορά.
Χρονολογείται γύρω στα 609 μ.Χ. και διασώζεται στην χρονογραφία του Θεοφάνη (811-814). Καταφέρεται εναντίον του αυτοκράτορα Μαυρικίου (περίοδος βασιλείας 582-602). Ο Μαυρίκιος ήταν ικανός στρατηγός και αντιμετώπισε πολλά προβλήματα της βυζαντινής αυτοκρατορίας. Επέβαλε ισχυρά οικονομικά μέτρα χωρίς να δείξει ευαισθησία στη δυσφορία του λαού και του στρατού. Το αποτέλεσμα ήταν να εξεγερθεί ο στρατός στο Δούναβη, να ορίσει αρχηγό τον Φωκά και να καταλάβει την Πόλη. Ο δε Μαυρίκιος συνελήφθη και καταδικάστηκε σε θάνατο.
Το ποίημα τον κατηγορεί ότι έκανε πολλά παιδιά με τη γυναίκα του τη "δαμαλίδα". Ο ίδιος είχε οκτώ παιδιά από τα οποία τα περισσότερα ήταν γιοί. Ο ποιητής τα παρομοιάζει με "ξυλοκούκουδα", δηλαδή σπόρους της ξυλοκουκουδέας, της ξυλοκερατιάς/χαρουπιάς, δέντρου του οποίου οι καρποί έχουν πολλούς σπόρους.
Χαρακτηριστική είναι η χρήση του ρήματος "φίμωσε", η οποία περιγράφει την αυταρχική στάση του αυτοκράτορα που αδιαφορεί για την κοινή γνώμη.
Στο ποίημα παρατηρούνται διάφορα νεωτερικά γλωσσικά στοιχεία όπως:
- η χρήση παρακειμένου που χρησιμοποιείται ως αόριστος (εύρηκε, επεπήδηκε),
- η χρήση υποτακτικής αορίστου ως μέλλοντα οριστικής (προσαγάγω),
- η αλλαγή στην ονοματική μορφολογία:
-με αλλαγή τόνου (δάμαλις στα αρχαία ελληνικά, δαμαλίς στα μεσαιωνικά ελληνικά)
-με αλλαγή στην κατάληξη του ουδετέρου (αλεκτόριον στα αρχ. ελληνικά, αλεκτόριν στα μεσαιωνικά)
Η γλώσσα είναι προφανώς πολύ κοντά στην ομιλούμενη της ελληνικής του 7ου αι. με μεγαλύτερη ελευθερία στην έκφραση.
Ας σημειωθεί ότι η μεσαιωνική γραπτή γλώσσα έχει τρεις κυριώς μορφές:
1. την Ατθίδα στην οποία έγραφαν συγγραφείς που μιμούνταν τη γλώσσα των συγγραφέων της κλασικής εποχής
2. την Ελληνιστική Κοινή στην οποία έγραφε η πλειοψηφία των συγγραφέων (πχ. Καινή Διαθήκη)
3. τη Δημώδη Γλώσσα στην οποία έγραφε μια μειοψηφία συγγραφέων
Β.
Πάλιν (σ)τον καύκον έπιες,
πάλιν τον νουν απώλεκες.
Απόδοση:
Πάλι ήπιες (σ)το ποτήρι σου ,
πάλι έχασες τα μυαλά σου.
Δύο στίχοι ανελέητης λαικής κριτικής κατά του αυτοκράτορα Φωκά (βασίλεψε από το 602 ως το 610).
Κι εδώ η χρήση του παρακειμένου ως αορίστου (απώλεκες)
Γ.
Ο χαλκεύς βαρεί τ'αμόνι και βαρεί τους γείτονας,
ο Σινάπης κι ο Τριψίδης εις την θύραν στήκουσιν.
Θεοφανού επολέμα πίταν, και η Καλή την έφαγεν,
οπού εφόρειν το διβίκιν, τώρα δέρμα έβαλεν,
κι αν τον φθάσει εδώ ο χειμώνας, φέρε και την γούναν του.
Κουκουροβουκινατόρες, φουκτοκωλοτρύπατοι,
εισέ σέλαν μίας μούλας καυχοκτόνο πομπεύουσιν.
Απόδοση:
Ο σιδεράς βαράει το αμόνι κι ενοχλεί τους γείτονες,
ο Σινάπης κι οι Τριψίδης στέκονται στην πόρτα.
Η Θεοφανώ έφτιαχνε πίτα, κι η Καλή την έφαγε,
όποιος φορούσε την τουαλέτα, τώρα φόρεσε προβιά,
κι αν τον βρει εδώ ο χειμώνας, φέρε και τη γούνα του.
Τοξοφόροι σαλιγκτές, που φουχτώνουν κωλοτρυπίδες,
πάνω σε σέλα μουλαριού διαπομπεύουν μια φόνισσα
των εραστών της.
Το ποίημα στρέφεται κατά της αυτοκράτειρας Θεοφανώς, η οποία - κόρη ταβερνιάρη από τη Σπάρτη - παντρεύτηκε τον αυτοκράτορα Νικηφόρο Φωκά και συμβασίλεψε με τα παιδιά της όταν εκείνος απεβίωσε. Λέγεται ότι σύναψε σχέση με τον ανηψιό του, Ιωἀννη Τσιμισκή, και μαζί δολοφόνησαν τον Νικηφόρο Φωκά το 969. Με παρέμβαση του πατριάρχη Πολυεύκτου ο γάμος τους εμποδίστηκε με την κατηγορία της δολοφονίας του αυτοκράτορα. Ο Τσιμισκής συμφώνησε με τον Πατριάρχη και εξόρισε τη Θεοφανώ σε μοναστήρι. Στη συνέχεια ο Βασίλειος ο Παρακοιμώμενος, ευνούχος του παλατιού και νόθος γιος του Ρωμανού Λεκαπηνού, κανόνισε το γάμο του Τσιμισκή με τη Θεοδώρα (την επονομαζόμενη στο ποίημα "Καλή"), η οποία παρουσιάζεται ως όμορφη ή/και φιλάνθρωπος (αυτή είναι η σημασία της λέξης "Καλή").
Το ποίημα χρονολογείται σε πολύ μεταγενέστερα χρόνια (970 μ.Χ.). Σε αυτό εντοπίζεται μια ενδιαφέρουσα παράδοση που διασώζεται σε χρησμολογικά κείμενα και μαντείες. Στην πραγματικότητα δεν πρόκειται για μια σκοτεινή μαντεία αλλά για μια ανελέητη σάτιρα για την οποία έχουν γίνει πολλές προσπάθειες αποκατάστασης και ερμηνείας της.
"Ο χαλκεύς βαρεί...": ίσως πρόκειται για αντιστοιχία με την παροιμία από τη Χίο "Γείτονα χαλκιά μην κάνεις, αν δε θέλεις σφυροκόπια", με την έννοια "όποιος παίζει με τη φωτιά, υφίσταται και τις συνέπειες".
Ο Τριψίδης (ή Πριψίδης ή Πριγκιψίδης, Princeps) είναι το προσωνύμιο του μελλοντικού αυτοκράτορα Ιωάννη Τσιμισκή. Ο Σινάπης παραπέμπει σε πικάντικα μπαχαρικά όπως η κανέλλα και το σινάπι (μουστάρδα). Μπορεί να παραπέμπει και στο Συνάπτης, δηλ. αυτός που έφερε σε επαφή τον Τσιμισκή με τη Θεοδώρα, ο Βασίλειος ο Παρακοιμώμενος.
πολεμώ: φτιάχνω (τα σχέδια της Θεοφανώς απέτυχαν γιατί την πίτα την έφαγε τελικά η Θεοδώρα)
κούκουρο=φαρέτρα, μπορεί όμως να είναι και με την έννοια "καψαλισμένος" και να παραπέμπει στον Βασίλειο τον Παρακοιμώμενο
διβίκι=πολυτελές φόρεμα. Σε αντίθεση με το δέρμα που παραπέμπει σε προβιά και υποδεικνύει την κατάσταση στην οποία βρέθηκε στο τέλος η Θεοφανώ, δηλ. απροστάτευτη και απογυμνωμένη από τίτλους και προνόμια. Ισως εδώ υπονοείται δρώμενο στους δρόμους της Πόλης, δηλαδή η δημόσια διαπόμπευση πάνω σε μουλάρι της Θεοφανώς.
"Καύχος, καύχα'" σημαίνει εραστής, ερωμένη/πόρνη αντίστοιχα.
"Στήκουσιν" ρήμα στήκω, αντιστοιχεί στο νεότερο "στέκω"
"Την έφαγεν": περιμέναμε τον τύπο "έφαγέν την"
"Εισέ" : το "εις" εδώ ως τοπικό επίρρημα, όχι αριθμητικό
Τα κείμενα και οι αποδόσεις τους στα νέα ελληνικά αντλήθηκαν από το βιβλίο:
σ. 25-26, Γιώργος Κεχαγιόγλου "Από τον ύστερο Μεσαίωνα ως τον 18ο αιώνα" ΙΝΣ